Αναδημοσίευση από το edromos.gr
Ο Τζον Χόλογουεϊ είναι κοινωνιολόγος και ακτιβιστής. Γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Διδάσκει στο Ινστιτούτο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Πουέμπλα, στο Μεξικό και μελετάει τα κινήματα στην Αργεντινή, την Αφρική και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Έχει εκδώσει εννιά βιβλία, μεταξύ των οποίων τα Change the World Without Taking Power (2002), Negativity and Revolution: Adorno and Political Activism (2008) και Crack Capitalism (2010). Το κείμενο που δημοσιεύεται είναι η ομιλία του Χόλογουεϊ στο φετινό Resistance Festival, που οργανώθηκε από την ΚΟΕ, στη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας, σε μετάφραση της Άννας Χόλογουεϊ.
Και μετά; Και μετά τι; Η οργή δεν είναι παρά μια αρχή. Τι κάνουμε αφού έχουμε πετάξει τις πέτρες και έχουμε κάψει τα αυτοκίνητα; Τι κάνουμε με την οργή μας; Πού πάμε; Πού πάμε για να αλλάξουμε τον κόσμο;
Όχι στο κράτος. Η οργή μας είναι η οργή της αξιοπρέπειας και το κράτος είναι η άρνηση της αξιοπρέπειας. Το να πάμε στο κράτος σημαίνει να υιοθετήσουμε συγκεκριμένους ρόλους, συγκεκριμένες συμπεριφορές. Το να πάμε στο κράτος σημαίνει να ζητήσουμε άδεια, να προβάλλουμε αιτήματα, να περπατήσουμε στους διαδρόμους της εξουσίας. Της δικής τους εξουσίας. Όχι της δικής μας εξουσίας, της ικανότητάς μας να κάνουμε πράγματα, να δημιουργούμε. Η εξουσία τους είναι εξουσία επί, είναι η εξουσία του να πούνε στον κόσμο τι να κάνει, εξουσία να δίνουν εντολές. Αυτή δεν είναι η εξουσία μας, δεν είναι η εξουσία που θέλουμε.
Και, άλλωστε, η εξουσία του κράτους είναι μια άδεια εξουσία, δεν είναι μια ανεξάρτητη εξουσία αλλά, απλώς, ένα από τα πρόσωπα της εξουσίας τού κεφαλαίου. Μέσα από την ιστορία του, μέσα από τις μορφές οργάνωσής του, μέσα από τη γλώσσα του, μέσα από την ίδια του την ύπαρξη ως κάτι το ξεχωριστό από την κοινωνία, το κράτος δεν είναι μια ουδέτερη μορφή οργάνωσης, αλλά μια μορφή οργάνωσης που κατευθύνεται προς την προστασία και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Ένας άντρας χτυπάει τη γυναίκα του, η γυναίκα ουρλιάζει από οργή. Το να διοχετεύσουμε αυτή την οργή προς το κράτος είναι σαν να διαπραγματευόμαστε τους όρους με τους οποίους ο άντρας θα χτυπήσει τη γυναίκα την επόμενη φορά. Δεν γίνεται να το κάνουμε αυτό. Μηδενική ανοχή. Δεν πρέπει να διαπραγματευτούμε την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αλλά να σταματήσουμε να το αναπαράγουμε. Μηδενική ανοχή προς την αναπαραγωγή της δυναμικής της βίας και της καταστροφής που, κυριολεκτικά, καταστρέφει τον κόσμο.
Να μην το δημιουργήσουμε, λοιπόν. Δεν θα έπρεπε να διοχετεύσουμε την οργή μας προς το κράτος. Όπως φώναζε ο λαός της Αργεντινής στη μεγάλη τους εξέγερση το 2001-2002 «¡Que se vayan todos, que no se quede ni uno!». Έξω οι πολιτικοί, όλοι τους. Και όχι μόνο οι πολιτικοί. Το πρόβλημα δεν είναι οι πολιτικοί, το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός, μια μορφή οργάνωσης που μας σκοτώνει.
Πρώτα, παραδεχόμαστε με περηφάνια την οργή μας και λέμε, εμείς είμαστε η κρίση του καπιταλισμού. Είμαστε η κρίση του καπιταλισμού και το καμαρώνουμε. Δεν είμαστε τα θύματα της κρίσης, είμαστε οι δημιουργοί της. Είναι γελοίο να κατηγορούμε τους καπιταλιστές για την κρίση. Ο καπιταλισμός είναι μια σχέση κυριαρχίας. Το να κατηγορούμε τους καπιταλιστές για την κρίση είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι δεν μας κυριαρχούν αρκετά καλά. Αν η σχέση κυριαρχίας δεν λειτουργεί, τότε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της δύναμης των κυριαρχούμενων.
Αλλά πώς γίνεται αυτό; Πώς μπορούμε να πούμε ότι εμείς είμαστε η αιτία της κρίσης; Το κεφάλαιο δεν είναι μια σταθερή μορφή κυριαρχίας. Είναι μια δυναμική μιας όλο και πιο άγριας επίθεσης. Αυτή η δυναμική της επίθεσης θεωρητικοποιήθηκε από τον Μαρξ στην κριτική που άσκησε στο νόμο της αξίας. Στον καπιταλισμό, η παραγωγή της αξίας μετριέται από τον κοινωνικά απαραίτητο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος. Ωστόσο, αυτός ο κοινωνικά απαραίτητος χρόνος εργασίας όλο και ελαττώνεται. Αν ο κοινωνικά απαραίτητος χρόνος εργασίας για να παράγουμε ένα ποτήρι, ας πούμε, ήταν ένα λεπτό πριν από δέκα χρόνια, τότε μάλλον είναι είκοσι δευτερόλεπτα τώρα, και οποιοσδήποτε συνεχίζει να παράγει ποτήρια με το ρυθμό που είχε πριν από δέκα χρόνια δεν παράγει αξία και δεν θα μπορέσει να πουλήσει το ποτήρι του στην αγορά. Με άλλα λόγια, η κυριαρχία της αξίας είναι η κυριαρχία του πιο γρήγορα-πιο γρήγορα-πιο γρήγορα: αυτό το πιο γρήγορα-πιο γρήγορα-πιο γρήγορα συνεπάγεται τη χρήση νέας τεχνολογίας, αλλά σημαίνει και έναν πιο αυστηρό έλεγχο επάνω στις κινήσεις του εργάτη και επάνω σε κάθε πτυχή της κοινωνίας που πλαισιώνει τη διαδικασία παραγωγής. Αυτό σημαίνει μια συνεχή επιβολή νέων ρυθμών σε ό,τι κάνουμε: όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε, αλλά και στον τρόπο που κοιμόμαστε, που τρώμε, που σχετιζόμαστε με τους φίλους μας, με τα παιδιά μας. Αν πέσουν τα ποσοστά κέρδους του κεφαλαίου, αυτό δείχνει ότι δεν καταφέρνει να επιβάλει τους ρυθμούς που χρειάζονται για να διατηρήσει τη δυναμική ανάπτυξής του. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα για το κεφάλαιο είναι ότι έρχεται αντιμέτωπο, με ένα εκατομμύριο διαφορετικούς τρόπους, με την άρνησή μας να υποταχτούμε. Η άρνησή μας μπορεί να είναι μια πολύ συνειδητή άρνηση που οργανώνεται μέσα από ένα συνδικάτο ή κάποια άλλη κολεκτίβα, αλλά πολύ συχνά είναι απλώς μια πρακτική που θεωρούμε συνηθισμένη, όπως το να μείνουμε στο κρεβάτι λίγο παραπάνω ή να παίξουμε με τα παιδιά μας ή να κουβεντιάσουμε με τους φίλους μας. Με όλους αυτούς τους τρόπους, αντιστεκόμαστε στη δυναμική τού πιο γρήγορα-πιο γρήγορα-πιο γρήγορα, λέγοντας «Όχι, αρνούμαστε να είμαστε μηχανές».
Η κρίση δεν εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της αντίστασής μας. Πρώτον, επειδή η αντίστασή μας, συχνά, δεν είναι μια συνειδητή πράξη και, δεύτερον, επειδή υπάρχει ένα παιχνίδι προσποίησης που επεμβαίνει. Όταν το κεφάλαιο έρχεται αντιμέτωπο με δυσκολίες, η πρώτη του αντίδραση είναι να προσποιηθεί. Λέει «οι εργάτες και η κοινωνία, γενικότερα, δεν υποτάσσονται αρκετά, αλλά θα προσποιηθώ ότι το κάνουν, με την ελπίδα να χρησιμοποιήσω αυτή την προσποίηση για να επιβάλλω την υποταγή που χρειάζομαι· θα στοιχηματίσω στο μέλλον». Αυτό το στοίχημα στο μέλλον είναι η εξάπλωση της πίστωσης (και, επομένως, η εξάπλωση των τραπεζών και της σημασίας τους). Όταν αυτό το στοίχημα αποτυγχάνει, όταν το κεφάλαιο διαπιστώνει ότι, παρ' όλη την εξαπάτηση και την καταπίεσή του, δεν καταφέρνει να επιβάλλει τη δυναμική τής παραγωγής που απαιτεί, τότε η κρίση εμφανίζεται ως κρίση πίστωσης, κρίση οικονομική, αλλά η ουσία της δεν είναι οικονομική. Η ουσία της είναι μία κρίση υποταγής: της ανυποταγής μας, της έλλειψης υποταγής μας, με άλλα λόγια της ανθρωπιάς μας· αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί δείχνει ξεκάθαρα ότι υπάρχουν μόνο δύο τρόποι να βγούμε από την κρίση. Ο ένας είναι να αυξήσουμε την υποταγή μας στο κεφάλαιο, να καταστρέψουμε τις περιοχές όπου το κεφάλαιο δεν περνά, τις περιοχές που αντιστέκονται στην κυριαρχία του κεφαλαίου. Ζητάμε περισσότερη εργασία, υποσχόμαστε να δουλέψουμε πιο σκληρά, να υποτάξουμε κάθε πτυχή της κοινωνίας στις απαιτήσεις της παραγωγής αξίας. Αυτό είναι φυσικά το μονοπάτι που έχει διαλέξει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά είναι και, αναπόφευκτα, το μονοπάτι που διαλέγει οποιαδήποτε πρόταση προσεγγίζει τη λύση της κρίσης με όρους καπιταλιστικούς· οποιαδήποτε λύση που ζητά περισσότερη εργασία, οποιαδήποτε λύση που απλώς θεωρεί δεδομένη τη συνέχεια του καπιταλισμού στο ορατό μέλλον. Ίσως αυτός να είναι ο καλύτερος τρόπος να ανακουφίσουμε την άμεση κακουχία πολλών ανθρώπων, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σημαίνει την καταστροφή ενός ολόκληρου τρόπου ζωής, ότι θα περάσουν μόνο λίγα χρόνια πριν υπάρξει μια άλλη κρίση, ακόμα μεγαλύτερων διαστάσεων και ότι το να επικυρώσουμε την αναπαραγωγή του κεφαλαίου σημαίνει μάλλον να συμμετάσχουμε στην αυτοκτονία της ανθρωπότητας.
Αν αρνηθούμε αυτή τη λύση, τότε η μόνη άλλη πιθανότητα είναι να σπάσουμε το κεφάλαιο εδώ και τώρα! Η μόνη πιθανή έξοδος από αυτό τον κόσμο είναι η δημιουργία ενός άλλου κόσμου. Τώρα! Η δημιουργία ενός άλλου κόσμου είναι και καταστροφή αυτού εδώ. Το να βάλουμε πρώτα την καταστροφή του καπιταλισμού και μετά τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου δεν έχει λειτουργήσει και δεν μπορεί να λειτουργήσει. Το πρόβλημα της επανάστασης δεν είναι η κατάργηση του καπιταλισμού, αλλά πώς μπορούμε να σταματήσουμε να παράγουμε τον καπιταλισμό και να κάνουμε κάτι γνωστικό με τις ζωές μας.
Αυτό το αντιλαμβάνομαι ως την αντιστροφή του Σολάνο. Το κίνημα ανέργων στο Σολάνο της Αργεντινής (και πολλά άλλα, αλλά το Σολάνο είναι ίσως το πιο γνωστό) ξεκίνησε αγωνιζόμενο για περισσότερη εργασία, για μια επιστροφή στην αμειβόμενη εργασία, και ύστερα, καθώς αναπτυσσόταν το κίνημα, αποφάσισε ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε. Οι άνεργοι δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην εργασία, στα εργοστάσια και τα γραφεία, δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην εκμετάλλευση· ήθελαν να κάνουν αυτό που εκείνοι, ως κοινότητα, θεωρούσαν σημαντικό ή επιθυμητό. Ο αγώνας τους δεν γινόταν για την εργασία, αλλά ενάντια στην εργασία. Ήταν ο αγώνας τού πράττειν ενάντια στην εργασία. Από αυτό εξαρτάται το μέλλον του κόσμου: από την ικανότητά μας να διασώσουμε το πράττειν μας, τη δραστηριότητά μας, από τη δυναμική τής καπιταλιστικής εργασίας· η ικανότητά μας να βγάλουμε τις δραστηριότητές μας, τις ζωτικές μας δραστηριότητες, από τη θανάσιμη δυναμική τής καπιταλιστικής εργασίας. Αυτό είναι το ερώτημα της επανάστασης σήμερα: όχι πώς να καταλάβουμε την εξουσία στην κοινωνία και να τη μεταμορφώσουμε, αλλά πώς να τη σπάσουμε, πώς να ραγίσουμε τον καπιταλισμό, πώς να αποσυνδέσουμε το πράττειν μας από τη θανάσιμη δυναμική και να δημιουργήσουμε κάτι άλλο. Πώς να αναπτύξουμε δυναμικές που δεν προσαρμόζονται στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου; Πώς να σταματήσουμε να φτιάχνουμε τον καπιταλισμό και να κάνουμε κάτι άλλο;
Σκουπιδότοπος/περιοχές εγκατάλειψης. Ο καπιταλισμός δημιουργεί όλο και περισσότερους σκουπιδότοπους/περιοχές εγκατάλειψης, περιοχές καταστροφής και συμφοράς. Η Ελλάδα, ο Κόλπος του Μεξικού, το Ντιτρόιτ, η Νέα Ορλεάνη, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, μεγάλα κομμάτια της Αφρικής, οι παραγκουπόλεις των μεγαλύτερων πόλεων του κόσμου και τα άδεια προάστιά τους: τόσες, τόσες πολλές περιοχές καταστροφής στις οποίες η μόνη δυνατότητα είναι να σκεφτεί κανείς την αναδόμηση. Αναδόμηση, αλλά σε διαφορετικά θεμέλια: όχι μια αναδόμηση της ίδιας καταστροφής, αλλά το χτίσιμο ενός διαφορετικού κόσμου, μιας διαφορετικής μορφής κοινωνίας.
Οργή λοιπόν. Η οργή είναι αναπόφευκτη, οργή ενάντια στη σήψη τού καπιταλισμού. Η οργή είναι μια απαραίτητη αφετηρία για το χτίσιμο ενός άλλου κόσμου. Αλλά η οργή δεν είναι αρκετή, είναι μόνο μια αφετηρία. Τώρα πρέπει να προχωρήσουμε. Πρέπει να γεμίσουμε τον κόσμο με ρωγμές.