Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Ζητούν έλεγχο νομιμότητας χρέους


Αναδημοσίευση από το ramnousia.com


Τσόμσκι, Λόουτς, Μπεν και 200 προσωπικότητες για το ελληνικό χρέος

Αθήνα


Εκκληση για τη δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας απευθύνουν περισσότερες από 200 προσωπικότητες , υπογραμμίζοντας την ανάγκη να ανοιχθούν τα βιβλία του δημόσιου χρέους.


Από το εξωτερικό την έκκληση υπογράφουν μεταξύ άλλων ο Αμερικανός καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασσαχουσέττης (MIT) Νόαμ Τσόμσκι, ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς, ο πρώην βουλευτής των Βρετανών Εργατικών Τόνι Μπεν, πρώην υπουργοί από τον Ισημερινό (όπου δημιουργήθηκε αντίστοιχη επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου του δημόσιου χρέους), βουλευτές και ευρωβουλευτές από την ΕΕ.


Στην πρωτοβουλία μετέχουν και Έλληνες βουλευτές, συνδικαλιστές, οικονομολόγοι, συνταγματολόγοι, πανεπιστημιακοί, διανοούμενοι, καλλιτέχνες, κ.ά.


Μεταξύ αυτών είναι οι βουλευτές κ. Π. Λαφαζάνης και κυρία Σοφία Σακοράφα, ο ομότιμος καθηγητής Νομικής και ακαδημαϊκός κ. Γιώργος Κασιμάτης, οι οικονομολόγοι-πανεπιστημιακοί κ. Κώστας Βεργόπουλος και Κ. Λαπαβίτσας, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Τμήματος Νομικής ΑΠΘ κ. Κώστας Χρυσόγονος, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Γιώργος Κατρούγκαλος, ο καθηγητής εργατικού δικαίου κ. ΄Αρης Καζάκος, οι πανεπιστημιακοί Αριστείδης Μπαλτάς, Σάββας Ρομπόλης, Ευτύχης Μπιτσάκης και κυρίες Πέπη Ρηγοπούλου και Τζίνα Πολίτη, ο καθηγητής Πανεπιστημίου Αθήνας κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο επ. καθηγητής Ιστορίας Ιδεών, τμ. Πολ. Επιστημών ΑΠΘ κ. Σπύρος Μαρκέτος, ο πρώην αντιπρόεδρος ΣτΕ κ. Μιχάλης Δεκλερής, ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ κ. Σπύρος Παπασπύρος, ο κ. Αλέκος Αλαβάνος (υπογράφει ως πρώην μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), ο κ. Μανώλης Γλέζος, ο πρώην βουλευτής κ. Π. Κοροβέσης, η σκηνοθέτης κυρία Αλίντα Δημητρίου, οι συγγραφείς κυρίες Μάρω Δούκα, Ιωάννα Καρυστιάνη και Νάντια Βαλαβάνη, οι μουσικοσυνθέτες Διονύσης Τσακνής και Γιάννης Αγγελάκας, ο σκιτσογράφος κ. Στάθης Σταυρόπουλος, οι δημοσιογράφοι κ.κ. Γιώργος Δελαστίκ , Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Αρης Χατζηστεφάνου, Αντ. Νταναβέλλος , ο δικηγόρος κ. Δήμος Τσακνιάς.


Μέλη της Πρωτοβουλίας για τη Συγκρότηση Διεθνούς Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, όπως ο συνταγματολόγος κ. Γ. Κατρούγκαλος, επεσήμαναν σε συνέντευξη Τύπου, ότι υπάρχει η δυνατότητα της μη αποπληρωμής του χρέους με επίκληση των καταστροφικών συνεπειών για την κοινωνική συνοχή που έχει η εξυπηρέτησή του. Ο πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, κ. Παπασπύρος ζήτησε να υιοθετηθεί αυτό το αίτημα από τα συνδικάτα και τους κοινωνικούς φορείς και να μην είναι μόνο ένα αίτημα των ειδικών ενώ η συγγραφέας κυρία Βαλαβάνη υπογράμμισε ότι το αίτημα πρέπει να στηριχθεί από όλο τον κόσμο που αγωνίζεται κατά του μνημονίου. Από την πλευρά του, ο κ. Λαφαζάνης αναφέρθηκε σε εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπου αναδεικνύεται ο παράνομος χαρακτήρας του χρέους, ενώ η κυρία Σακοράφα τόνισε την κινηματική διάσταση της πρωτοβουλίας, που την ξεχωρίζει από συνήθεις κοινοβουλευτικές επιτροπές.


Πηγή: http://www.ramnousia.com/2011/03/blog-post_6221.html

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Τζον Χόλογουεϊ: Η οργή είναι μόνο αφετηρία

Αναδημοσίευση από το edromos.gr

Ο Τζον Χόλογουεϊ είναι κοινωνιολόγος και ακτιβιστής. Γεννήθηκε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας και σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Διδάσκει στο Ινστιτούτο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Πουέμπλα, στο Μεξικό και μελετάει τα κινήματα στην Αργεντινή, την Αφρική και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Έχει εκδώσει εννιά βιβλία, μεταξύ των οποίων τα Change the World Without Taking Power (2002), Negativity and Revolution: Adorno and Political Activism (2008) και Crack Capitalism (2010). Το κείμενο που δημοσιεύεται είναι η ομιλία του Χόλογουεϊ στο φετινό Resistance Festival, που οργανώθηκε από την ΚΟΕ, στη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας, σε μετάφραση της Άννας Χόλογουεϊ.


Κινήματα και Εξουσία: Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και οι ευκαιρίες για την ανατροπή του. 
Οργή. Μια οργή που πετάει πέτρες. Μια οργή που ουρλιάζει στους δρόμους. Μια οργή που φτύνει τους πολιτικούς. Μια οργή που βρίζει τους τραπεζίτες και όλους τους καπιταλιστές. Η οργή του «¡ya basta!» Μια οργή που πρέπει να σεβαστούμε. Δίκαιη, δίκαιη οργή. Αξιοπρεπής οργή. Περήφανη οργή.
Και μετά; Και μετά τι; Η οργή δεν είναι παρά μια αρχή. Τι κάνουμε αφού έχουμε πετάξει τις πέτρες και έχουμε κάψει τα αυτοκίνητα; Τι κάνουμε με την οργή μας; Πού πάμε; Πού πάμε για να αλλάξουμε τον κόσμο;
Όχι στο κράτος. Η οργή μας είναι η οργή της αξιοπρέπειας και το κράτος είναι η άρνηση της αξιοπρέπειας. Το να πάμε στο κράτος σημαίνει να υιοθετήσουμε συγκεκριμένους ρόλους, συγκεκριμένες συμπεριφορές. Το να πάμε στο κράτος σημαίνει να ζητήσουμε άδεια, να προβάλλουμε αιτήματα, να περπατήσουμε στους διαδρόμους της εξουσίας. Της δικής τους εξουσίας. Όχι της δικής μας εξουσίας, της ικανότητάς μας να κάνουμε πράγματα, να δημιουργούμε. Η εξουσία τους είναι εξουσία επί, είναι η εξουσία του να πούνε στον κόσμο τι να κάνει, εξουσία να δίνουν εντολές. Αυτή δεν είναι η εξουσία μας, δεν είναι η εξουσία που θέλουμε.
Και, άλλωστε, η εξουσία του κράτους είναι μια άδεια εξουσία, δεν είναι μια ανεξάρτητη εξουσία αλλά, απλώς, ένα από τα πρόσωπα της εξουσίας τού κεφαλαίου. Μέσα από την ιστορία του, μέσα από τις μορφές οργάνωσής του, μέσα από τη γλώσσα του, μέσα από την ίδια του την ύπαρξη ως κάτι το ξεχωριστό από την κοινωνία, το κράτος δεν είναι μια ουδέτερη μορφή οργάνωσης, αλλά μια μορφή οργάνωσης που κατευθύνεται προς την προστασία και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός
Αλλάξτε την κυβέρνηση και αλλάζετε πολύ λίγα. Τι έφερε η αλλαγή από τη Νέα Δημοκρατία στο ΠΑΣΟΚ; Σίγουρα όχι μια πιο δίκαιη κοινωνία. Σίγουρα όχι μια κυβέρνηση λιγότερο υποταγμένη στο κεφάλαιο. Και όχι ή όχι μόνο, επειδή οι πολιτικοί είναι προδότες, αλλά επειδή το κράτος, οποιοδήποτε κράτος, είναι τόσο δεμένο με τις δομές του κεφαλαίου, τόσο μπλεγμένο στην κίνηση του χρήματος, που οι ηγέτες του δεν έχουν άλλη επιλογή από το να προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Θα έκανε κάποια διαφορά αν η κυβέρνηση αποτελούνταν από ένα κόμμα πιο κοντά στην Αριστερά; Μάλλον όχι και μεγάλη. Ίσως να υπήρχε μια διαφορετική διαπραγμάτευση των όρων αναπαραγωγής του κεφαλαίου, ίσως θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη κρατική δαπάνη, λιγότερη αστυνομική καταστολή, αλλά η κυβέρνηση θα ήταν αναγκασμένη να προάγει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, δηλαδή την αναπαραγωγή μιας δυναμικής γεμάτης βία και καταστροφή. Το ζήτημα δεν είναι να αλλάξουμε τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου, αλλά να σταματήσουμε να το αναπαράγουμε.
Ένας άντρας χτυπάει τη γυναίκα του, η γυναίκα ουρλιάζει από οργή. Το να διοχετεύσουμε αυτή την οργή προς το κράτος είναι σαν να διαπραγματευόμαστε τους όρους με τους οποίους ο άντρας θα χτυπήσει τη γυναίκα την επόμενη φορά. Δεν γίνεται να το κάνουμε αυτό. Μηδενική ανοχή. Δεν πρέπει να διαπραγματευτούμε την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αλλά να σταματήσουμε να το αναπαράγουμε. Μηδενική ανοχή προς την αναπαραγωγή της δυναμικής της βίας και της καταστροφής που, κυριολεκτικά, καταστρέφει τον κόσμο.
Να μην το δημιουργήσουμε, λοιπόν. Δεν θα έπρεπε να διοχετεύσουμε την οργή μας προς το κράτος. Όπως φώναζε ο λαός της Αργεντινής στη μεγάλη τους εξέγερση το 2001-2002 «¡Que se vayan todos, que no se quede ni uno!». Έξω οι πολιτικοί, όλοι τους. Και όχι μόνο οι πολιτικοί. Το πρόβλημα δεν είναι οι πολιτικοί, το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός, μια μορφή οργάνωσης που μας σκοτώνει.

Δεν είμαστε μηχανές
Τι κάνουμε, λοιπόν, με την οργή μας; Πώς να τη χρησιμοποιήσουμε για να σπάσουμε τον καπιταλισμό;
Πρώτα, παραδεχόμαστε με περηφάνια την οργή μας και λέμε, εμείς είμαστε η κρίση του καπιταλισμού. Είμαστε η κρίση του καπιταλισμού και το καμαρώνουμε. Δεν είμαστε τα θύματα της κρίσης, είμαστε οι δημιουργοί της. Είναι γελοίο να κατηγορούμε τους καπιταλιστές για την κρίση. Ο καπιταλισμός είναι μια σχέση κυριαρχίας. Το να κατηγορούμε τους καπιταλιστές για την κρίση είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι δεν μας κυριαρχούν αρκετά καλά. Αν η σχέση κυριαρχίας δεν λειτουργεί, τότε αυτό δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα της δύναμης των κυριαρχούμενων.
Αλλά πώς γίνεται αυτό; Πώς μπορούμε να πούμε ότι εμείς είμαστε η αιτία της κρίσης; Το κεφάλαιο δεν είναι μια σταθερή μορφή κυριαρχίας. Είναι μια δυναμική μιας όλο και πιο άγριας επίθεσης. Αυτή η δυναμική της επίθεσης θεωρητικοποιήθηκε από τον Μαρξ στην κριτική που άσκησε στο νόμο της αξίας. Στον καπιταλισμό, η παραγωγή της αξίας μετριέται από τον κοινωνικά απαραίτητο χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος. Ωστόσο, αυτός ο κοινωνικά απαραίτητος χρόνος εργασίας όλο και ελαττώνεται. Αν ο κοινωνικά απαραίτητος χρόνος εργασίας για να παράγουμε ένα ποτήρι, ας πούμε, ήταν ένα λεπτό πριν από δέκα χρόνια, τότε μάλλον είναι είκοσι δευτερόλεπτα τώρα, και οποιοσδήποτε συνεχίζει να παράγει ποτήρια με το ρυθμό που είχε πριν από δέκα χρόνια δεν παράγει αξία και δεν θα μπορέσει να πουλήσει το ποτήρι του στην αγορά. Με άλλα λόγια, η κυριαρχία της αξίας είναι η κυριαρχία του πιο γρήγορα-πιο γρήγορα-πιο γρήγορα: αυτό το πιο γρήγορα-πιο γρήγορα-πιο γρήγορα συνεπάγεται τη χρήση νέας τεχνολογίας, αλλά σημαίνει και έναν πιο αυστηρό έλεγχο επάνω στις κινήσεις του εργάτη και επάνω σε κάθε πτυχή της κοινωνίας που πλαισιώνει τη διαδικασία παραγωγής. Αυτό σημαίνει μια συνεχή επιβολή νέων ρυθμών σε ό,τι κάνουμε: όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε, αλλά και στον τρόπο που κοιμόμαστε, που τρώμε, που σχετιζόμαστε με τους φίλους μας, με τα παιδιά μας. Αν πέσουν τα ποσοστά κέρδους του κεφαλαίου, αυτό δείχνει ότι δεν καταφέρνει να επιβάλει τους ρυθμούς που χρειάζονται για να διατηρήσει τη δυναμική ανάπτυξής του. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα για το κεφάλαιο είναι ότι έρχεται αντιμέτωπο, με ένα εκατομμύριο διαφορετικούς τρόπους, με την άρνησή μας να υποταχτούμε. Η άρνησή μας μπορεί να είναι μια πολύ συνειδητή άρνηση που οργανώνεται μέσα από ένα συνδικάτο ή κάποια άλλη κολεκτίβα, αλλά πολύ συχνά είναι απλώς μια πρακτική που θεωρούμε συνηθισμένη, όπως το να μείνουμε στο κρεβάτι λίγο παραπάνω ή να παίξουμε με τα παιδιά μας ή να κουβεντιάσουμε με τους φίλους μας. Με όλους αυτούς τους τρόπους, αντιστεκόμαστε στη δυναμική τού πιο γρήγορα-πιο γρήγορα-πιο γρήγορα, λέγοντας «Όχι, αρνούμαστε να είμαστε μηχανές».

Η δημιουργία ενός άλλου κόσμου
Η άρνησή μας δεν είναι μια ομοιογενής διαδικασία. Οι πολλές διαφορετικές αρνήσεις μας μπορούν να θεωρηθούν η δημιουργία περιοχών όπου το κεφάλαιο Δεν Περνά, χώροι ή στιγμές ετερότητας. Όταν κανείς φτάνει στις περιοχές που ελέγχονται από τους Ζαπατίστας στην Τσιάπας του νοτιοανατολικού Μεξικού, περνά μια ταμπέλα που λέει «Κακή κυβέρνηση, μην πλησιάζεις, εδώ κυβερνά ο λαός». Κατά κάποιο τρόπο, κάνουμε συνεχώς το ίδιο πράγμα στη ζωή μας, δημιουργούμε περιοχές όπου Δεν Περνά, ταμπέλες που λένε «Κεφάλαιο, μην πλησιάζεις, εδώ κυβερνά ο λαός» και τις βάζουμε γύρω από τις σχέσεις μας με τα παιδιά μας, με τους εραστές και τις ερωμένες μας, γύρω από τον ύπνο μας, το χορό μας και ούτω καθεξής. Βέβαια, αυτές δεν είναι περιοχές καθαρού αντικαπιταλισμού, αλλά περιοχές όπου υπερέχουν διαφορετικές αξίες, διαφορετικές συμπεριφορές. Τις ονομάζουμε αγάπη, φιλία, αλληλεγγύη. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο παλεύουμε για την ανθρωπιά μας, μερικές φορές ατομικά, άλλες φορές συλλογικά. Αυτό είναι που δημιουργεί την κρίση του κεφαλαίου, αυτό είναι που πρέπει να καταστρέψει η δυναμική τού κεφαλαίου.
Η κρίση δεν εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της αντίστασής μας. Πρώτον, επειδή η αντίστασή μας, συχνά, δεν είναι μια συνειδητή πράξη και, δεύτερον, επειδή υπάρχει ένα παιχνίδι προσποίησης που επεμβαίνει. Όταν το κεφάλαιο έρχεται αντιμέτωπο με δυσκολίες, η πρώτη του αντίδραση είναι να προσποιηθεί. Λέει «οι εργάτες και η κοινωνία, γενικότερα, δεν υποτάσσονται αρκετά, αλλά θα προσποιηθώ ότι το κάνουν, με την ελπίδα να χρησιμοποιήσω αυτή την προσποίηση για να επιβάλλω την υποταγή που χρειάζομαι· θα στοιχηματίσω στο μέλλον». Αυτό το στοίχημα στο μέλλον είναι η εξάπλωση της πίστωσης (και, επομένως, η εξάπλωση των τραπεζών και της σημασίας τους). Όταν αυτό το στοίχημα αποτυγχάνει, όταν το κεφάλαιο διαπιστώνει ότι, παρ' όλη την εξαπάτηση και την καταπίεσή του, δεν καταφέρνει να επιβάλλει τη δυναμική τής παραγωγής που απαιτεί, τότε η κρίση εμφανίζεται ως κρίση πίστωσης, κρίση οικονομική, αλλά η ουσία της δεν είναι οικονομική. Η ουσία της είναι μία κρίση υποταγής: της ανυποταγής μας, της έλλειψης υποταγής μας, με άλλα λόγια της ανθρωπιάς μας· αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί δείχνει ξεκάθαρα ότι υπάρχουν μόνο δύο τρόποι να βγούμε από την κρίση. Ο ένας είναι να αυξήσουμε την υποταγή μας στο κεφάλαιο, να καταστρέψουμε τις περιοχές όπου το κεφάλαιο δεν περνά, τις περιοχές που αντιστέκονται στην κυριαρχία του κεφαλαίου. Ζητάμε περισσότερη εργασία, υποσχόμαστε να δουλέψουμε πιο σκληρά, να υποτάξουμε κάθε πτυχή της κοινωνίας στις απαιτήσεις της παραγωγής αξίας. Αυτό είναι φυσικά το μονοπάτι που έχει διαλέξει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, αλλά είναι και, αναπόφευκτα, το μονοπάτι που διαλέγει οποιαδήποτε πρόταση προσεγγίζει τη λύση της κρίσης με όρους καπιταλιστικούς· οποιαδήποτε λύση που ζητά περισσότερη εργασία, οποιαδήποτε λύση που απλώς θεωρεί δεδομένη τη συνέχεια του καπιταλισμού στο ορατό μέλλον. Ίσως αυτός να είναι ο καλύτερος τρόπος να ανακουφίσουμε την άμεση κακουχία πολλών ανθρώπων, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σημαίνει την καταστροφή ενός ολόκληρου τρόπου ζωής, ότι θα περάσουν μόνο λίγα χρόνια πριν υπάρξει μια άλλη κρίση, ακόμα μεγαλύτερων διαστάσεων και ότι το να επικυρώσουμε την αναπαραγωγή του κεφαλαίου σημαίνει μάλλον να συμμετάσχουμε στην αυτοκτονία της ανθρωπότητας.
Αν αρνηθούμε αυτή τη λύση, τότε η μόνη άλλη πιθανότητα είναι να σπάσουμε το κεφάλαιο εδώ και τώρα! Η μόνη πιθανή έξοδος από αυτό τον κόσμο είναι η δημιουργία ενός άλλου κόσμου. Τώρα! Η δημιουργία ενός άλλου κόσμου είναι και καταστροφή αυτού εδώ. Το να βάλουμε πρώτα την καταστροφή του καπιταλισμού και μετά τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου δεν έχει λειτουργήσει και δεν μπορεί να λειτουργήσει. Το πρόβλημα της επανάστασης δεν είναι η κατάργηση του καπιταλισμού, αλλά πώς μπορούμε να σταματήσουμε να παράγουμε τον καπιταλισμό και να κάνουμε κάτι γνωστικό με τις ζωές μας.
Αυτό το αντιλαμβάνομαι ως την αντιστροφή του Σολάνο. Το κίνημα ανέργων στο Σολάνο της Αργεντινής (και πολλά άλλα, αλλά το Σολάνο είναι ίσως το πιο γνωστό) ξεκίνησε αγωνιζόμενο για περισσότερη εργασία, για μια επιστροφή στην αμειβόμενη εργασία, και ύστερα, καθώς αναπτυσσόταν το κίνημα, αποφάσισε ότι δεν ήταν αυτό που ήθελε. Οι άνεργοι δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην εργασία, στα εργοστάσια και τα γραφεία, δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην εκμετάλλευση· ήθελαν να κάνουν αυτό που εκείνοι, ως κοινότητα, θεωρούσαν σημαντικό ή επιθυμητό. Ο αγώνας τους δεν γινόταν για την εργασία, αλλά ενάντια στην εργασία. Ήταν ο αγώνας τού πράττειν ενάντια στην εργασία. Από αυτό εξαρτάται το μέλλον του κόσμου: από την ικανότητά μας να διασώσουμε το πράττειν μας, τη δραστηριότητά μας, από τη δυναμική τής καπιταλιστικής εργασίας· η ικανότητά μας να βγάλουμε τις δραστηριότητές μας, τις ζωτικές μας δραστηριότητες, από τη θανάσιμη δυναμική τής καπιταλιστικής εργασίας. Αυτό είναι το ερώτημα της επανάστασης σήμερα: όχι πώς να καταλάβουμε την εξουσία στην κοινωνία και να τη μεταμορφώσουμε, αλλά πώς να τη σπάσουμε, πώς να ραγίσουμε τον καπιταλισμό, πώς να αποσυνδέσουμε το πράττειν μας από τη θανάσιμη δυναμική και να δημιουργήσουμε κάτι άλλο. Πώς να αναπτύξουμε δυναμικές που δεν προσαρμόζονται στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου; Πώς να σταματήσουμε να φτιάχνουμε τον καπιταλισμό και να κάνουμε κάτι άλλο;

Εξάπλωση των ρωγμών
Η απάντηση είναι προφανής: δεν γνωρίζουμε. Δεν γνωρίζουμε πώς να σταματήσουμε να φτιάχνουμε τον καπιταλισμό και να δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό κόσμο. Δεν υπάρχει μία μόνο απάντηση, αλλά έχουμε ένα εκατομμύριο διαφορετικά πειράματα. Υπάρχει ένας άλλος εφικτός κόσμος που ήδη προσπαθεί να διαπεράσει αυτόν που υπάρχει. Βρίσκεται σε όλες αυτές τις περιοχές όπου το κεφάλαιο δεν περνά, τις οποίες αναφέραμε: η ώθηση ενός άλλου πιθανού κόσμου είναι ήδη η κρίση αυτού εδώ. Αυτές οι περιοχές όπου Δεν Περνά δεν είναι μόνο αμυντικές ή αρνητικές: είναι αρνήσεις και δημιουργίες. Είναι ρωγμές στην υπάρχουσα δομή των κοινωνικών σχέσεων, στιγμές ή χώροι στους οποίους, μέσα από την άρνηση και τη δημιουργία, ήδη δημιουργούμε ένα διαφορετικό κόσμο. Όταν οι Ζαπατίστας στήνουν ταμπέλες που λένε «Κακή κυβέρνηση, μην πλησιάζεις», δημιουργούν ένα χώρο άρνησης και δημιουργίας, ένα χώρο στον οποίο δημιουργούν ένα κόσμο με διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις. Αν μπούμε σε μια τάξη και πούμε «εδώ δεν μας ενδιαφέρει να υπηρετήσουμε το κεφάλαιο· εδώ θα δημιουργήσουμε ένα διαφορετικό τρόπο εκμάθησης με διαφορετικές σχέσεις ανάμεσά σε όσους εμπλέκονται», ήδη συμμετέχουμε στο χτίσιμο ενός νέου κόσμου. Αν γκρεμίσουμε ένα πάρκινγκ στο κέντρο της πόλης και δημιουργήσουμε έναν κοινοτικό κήπο, ήδη δημιουργούμε έναν άλλο κόσμο. Αν κατέβουμε στους δρόμους να εκφράσουμε την οργή μας ενάντια στην κυβέρνηση, δεν είναι απλά μια άρνηση: σπάμε την απομόνωσή μας και δημιουργούμε μια κοινότητα, δημιουργούμε μια αίσθηση της συλλογικής μας δύναμης να κάνουμε τα πράγματα διαφορετικά, δημιουργούμε μια διαφορετική μορφή κοινωνικότητας. Κανένα από αυτά τα πειράματα δεν είναι χωρίς αντιφάσεις, κανένα δεν είναι αρκετό για να ξεφορτωθούμε εντελώς τον καπιταλισμό, αλλά είναι όλες κινήσεις άρνησης-και-δημιουργίας. είναι όλα πειράματα στο χτίσιμο μιας διαφορετικής κοινωνίας. Είναι ρωγμές στο υφαντό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, και ο μόνος πιθανός τρόπος να σκεφτούμε την επανάσταση είναι ως δημιουργία, εξάπλωση και πολλαπλασιασμό τέτοιων ρωγμών.

Πρέπει να ανακτήσουμε τις ζωές μας
Η κρίση είναι μια υποχώρηση του κεφαλαίου, μια παραχώρηση εδάφους. Για να επιτεθεί ξανά, κάνει ένα βήμα πίσω. Το κεφάλαιο δραπετεύει από την ανυποταγή μας έτσι ώστε να ανανεώσει την επίθεσή του εναντίον μας. Το κεφάλαιο λέει στους ανθρώπους: «Εξαιτίας της έλλειψης υποταγής, δεν έχω αρκετά κέρδη ώστε να σας απασχολήσω, δεν έχω την ικανότητα να μεταμορφώσω όλη την καθημερινή σας δραστηριότητα σε αμειβόμενη εργασία». Το κεφάλαιο κάνει ένα βήμα πίσω και αφήνει άδειες τις μέρες μας. Πρέπει να ανακτήσουμε αυτόν τον άδειο χώρο (τις μέρες μας, τις ζωές μας) για τους εαυτούς μας. Πρέπει να μπορούμε να πούμε στο κεφάλαιο «έχεις φύγει από τις ζωές μας, οπότε, ευχαριστώ πολύ, μην ξαναπλησιάσεις, δεν θέλουμε να επιστρέψεις». Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η επισφάλεια της εργασίας είναι η επισφάλεια του κεφαλαίου. Αυτό μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε μόνο αν αναπτύξουμε εναλλακτικούς τρόπους για να κάνουμε τα πράγματα, μια εναλλακτική κοινωνικότητα. Αυτό κάνουμε. Είναι δύσκολο να το δούμε, ακόμη δυσκολότερο να το κάνουμε, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος να πορευθούμε.
Σκουπιδότοπος/περιοχές εγκατάλειψης. Ο καπιταλισμός δημιουργεί όλο και περισσότερους σκουπιδότοπους/περιοχές εγκατάλειψης, περιοχές καταστροφής και συμφοράς. Η Ελλάδα, ο Κόλπος του Μεξικού, το Ντιτρόιτ, η Νέα Ορλεάνη, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, μεγάλα κομμάτια της Αφρικής, οι παραγκουπόλεις των μεγαλύτερων πόλεων του κόσμου και τα άδεια προάστιά τους: τόσες, τόσες πολλές περιοχές καταστροφής στις οποίες η μόνη δυνατότητα είναι να σκεφτεί κανείς την αναδόμηση. Αναδόμηση, αλλά σε διαφορετικά θεμέλια: όχι μια αναδόμηση της ίδιας καταστροφής, αλλά το χτίσιμο ενός διαφορετικού κόσμου, μιας διαφορετικής μορφής κοινωνίας.
Οργή λοιπόν. Η οργή είναι αναπόφευκτη, οργή ενάντια στη σήψη τού καπιταλισμού. Η οργή είναι μια απαραίτητη αφετηρία για το χτίσιμο ενός άλλου κόσμου. Αλλά η οργή δεν είναι αρκετή, είναι μόνο μια αφετηρία. Τώρα πρέπει να προχωρήσουμε. Πρέπει να γεμίσουμε τον κόσμο με ρωγμές.

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΓΗΣ


"Eρμαιο στα χέρια των κερδοσκόπων η δημόσια κτήση"
Παραζαλισμένοι από τις κατραπακιές της «τρόικας», που πέφτουνε βροχή, κινδυνεύουμε να μην παίρνουμε καν χαμπάρι τα χειρότερα.
Στα μουλωχτά, χωρίς ενστάσεις, εντάσεις και σοβαρές αντιδράσεις, πέρασε από την κατατονική Βουλή, της πλήρους υποταγής και της θερινής ραστώνης, και παντελώς απαρατήρητη από τα ΜΜΕ της επιλεκτικής ευαισθησίας, μια νομοθετική ρύθμιση που, σε άλλες συνθήκες και εποχές, θα προκαλούσε σάλο:
Μια απλή τροπολογία (!) σε νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών οπλίζει με απεριόριστες εξουσίες τη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων να βγάζει κυριολεκτικά «στο σφυρί», με συνοπτικές διαδικασίες και ανέλεγκτα, όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Δημοσίου - επιχειρήσεις και ακίνητα.
Για «αξιοποίηση» μιλάει, κατ' ευφημισμόν, η φοβερή τροπολογία και για να μην υπάρχουν περιθώρια παρερμηνείας επεξηγεί ότι περιλαμβάνει «κάθε είδους συναλλαγή, δικαιοπραξία και εν γένει ενέργεια ή πράξη, συμπεριλαμβανομένης και της μεταβίβασης του περιουσιακού στοιχείου, μέσω της οποίας το Δημόσιο θα μπορεί να αποκομίσει άμεση ή έμμεση ωφέλεια».
Και για να είναι γρήγορες και καθαρές οι δουλειές, χωρίς προσκόμματα στον εισπρακτικό αποκλειστικά στόχο και χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες, ορίζεται ότι οι συμβάσεις «αξιοποίησης» των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου: Εξαιρούνται από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και απαλλάσσονται από κάθε φόρο ή επιβάρυνση!
Από τους ιστορικούς του μέλλοντος, που θα ασχοληθούν με τα πέτρινα χρόνια της χώρας υπό τη νεοαποικιακή κηδεμονία της Διεθνούς των Τοκογλύφων, ίσως βρεθεί κάποιος να επισημάνει ότι δεν υπήρξε ούτε ένας, για δείγμα, κυβερνητικός βουλευτής να καταψηφίσει ή, έστω, να ψελλίσει ότι ντρέπεται για την κατάντια του...
Να που, αλίμονο, δεν μιλούσε στο βρόντο η γερμανική κιτρινοφυλλάδα «Μπιλντ», όταν παρότρυνε χολερικά την ελληνική κυβέρνηση, αντί να επαιτεί προνομιακή δανειοδότηση, να πουλήσει την Κέρκυρα και τη Ρόδο για να ξελασπώσει! Και να που κάτι ήξερε ο σοβαρός βρετανικός «Γκάρντιαν», όταν έγραφε πρόσφατα (25-6-10) ότι από το υπουργείο Οικονομικών προωθείται η πώληση σε Ρώσους και Κινέζους (!) μεγιστάνες 12 ελληνικών νησιών.
Την εκποίηση σε ξένους κροίσους και κερδοσκόπους «επενδυτές» νησιών μας στο Αιγαίο και το Ιόνιο, για εισπρακτικούς και πάλι λόγους, επιχείρησε και προ εικοσαετίας η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με τις περίφημες «βραχονησίδες». Αλλά ξεσηκώθηκε τέτοια θύελλα αντιδράσεων και κατακραυγή, που αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει.
Ο,τι, λοιπόν, δεν κατάφερε η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Μητσοτάκη, με το γνωστό μένος κατά της δημόσιας κτήσης και κατά του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου στην ελληνική γη, το επιχειρούν τώρα, αδίστακτα και ανενδοίαστα, οι λογιστές της σοσιαλιστικής κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου - και δεν κουνιέται φύλλο, αλίμονο...
Δεν βγαίνουν, ωστόσο, «στο σφυρί» μόνο (;) τα νησιά μας. Ειδικά για την εκποίηση ακινήτων του Δημοσίου οι συναρμόδιοι υπουργοί (Γ. Παπακωνσταντίνου, Λούκα Κατσέλη, Δημ. Ρέππας, Τίνα Μπιρμπίλη και Π. Γερουλάνος) στη συνεδρίασή τους της 23ης-7-10 συνέστησαν μια δεύτερη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων, σε επίπεδο γενικών γραμματέων, στην οποία μετέχουν και εκπρόσωποι της αμαρτωλής Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου και της ακόμη πιο κακόφημης ΕΤΑ (Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης). Ρόλος της, να ξεκαθαρίσει στο τσάκα τσάκα τους αναγκαίους αποχαρακτηρισμούς, τις αλλαγές χρήσης γης κ.τ.λ., ώστε ταχύτατα να αρχίσει το ξεπούλημα «φιλέτων» της δημόσιας γης, ακόμη και εκείνων που, από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, θεωρούνται (και κατοχυρώνονται συνταγματικά) ως μη εμπορεύσιμα και εκτός συναλλαγής βεβαίως, αγαθά «κοινά τοις πάσι»...
Διερωτώμαι, με βαθύτατη ανησυχία, αν στην υπουργική συνεδρίαση εκφράστηκαν και αντιρρήσεις σ' αυτό το γενικό ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου. Τουλάχιστον από την υπουργό Περιβάλλοντος Τίνα Μπιρμπίλη, με την αδιαμφισβήτητη οικολογική ευαισθησία και το εγνωσμένο σθένος, που δημιούργησαν στους πολίτες μεγάλες προσδοκίες.
Δεν έχει καν το άλλοθι της άγνοιας. Από τους πρώτους που συνάντησε ενημερωτικά όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της ήταν, προς τιμήν της, ο σφοδρός πολέμιος όλων των προκατόχων της στο υπουργείο Περιβάλλοντος Μιχ. Δεκλερής, που προήδρευε στο Ε' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, όταν, στη δεκαετία του '90, απέτρεπε τολμηρά τις αυθαιρεσίες κράτους και ιδιωτών εις βάρος του εθνικού μας πλούτου και έχτιζε λιθαράκι λιθαράκι μια προστατευτική για το περιβάλλον και το βιώσιμο κράτος νομολογία πρωτοποριακή σε παγκόσμια κλίμακα.
Είμαι σίγουρος ότι η εξοικειωμένη με αυτή τη νομολογία και τον διεθνή περιβαλλοντικό προβληματισμό Τίνα Μπιρμπίλη είναι και η μόνη από τους συναρμόδιους υπουργούς που ξεφύλλισε το καυτής επικαιρότητας και εξόχως σημαντικό βιβλίο της συμβούλου Επικρατείας Μαρίας Καραμανώφ «Βιώσιμο κράτος και δημόσια κτήση - τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων» (εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα), που θα 'πρεπε, αυτές τις χαλεπές ημέρες, να είναι το εγκόλπιο κάθε υπεύθυνου υπουργού που αποφασίζει, κάθε βουλευτή που ψηφίζει και κάθε ξερόλα τηλεοπτικού αστέρα που παπαγαλίζει.
Αντιπρόεδρος τώρα του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας (με πρόεδρο τον Μιχ. Δεκλερή), η Μαρία Καραμανώφ στο βιβλίο της:
* Αναπτύσσει το ιδιότυπο, στον ευρωπαϊκό χώρο, νομικό καθεστώς της δημόσιας κτήσης στην Ελλάδα: απλός διαχειριστής είναι το κράτος και όχι ιδιοκτήτης του φυσικού πλούτου και της πολιτιστικής κληρονομιάς, που αποτελούν «εθνική κοινοκτησία» και ανήκουν «σε όλους τους πολίτες και όλες τις γενεές».
* Καταγράφει τις νομικές αυθαιρεσίες και τις κυβερνητικές λαθροχειρίες των τελευταίων δεκαετιών, που μεθοδικά και εγκληματικά φαλκιδεύουν την κοινοκτημοσύνη της δημόσιας κτήσης (σταδιακά, από το Δημόσιο στον ΕΟΤ και από εκεί στην ΕΤΑ και τα «Ολυμπιακά Ακίνητα») ώστε να την καταστήσουν εκποιήσιμη και να την ξεπουλήσουν στο πλαίσιο μιας μυωπικής δημοσιονομικής πολιτικής. Και
* Διαπιστώνει, με διαφαινόμενη οργή, ότι σήμερα το πολύτιμο απόθεμα της δημόσιας γης, το οποίο είχαν διαφυλάξει με το αίμα τους όλες οι γενεές των Ελλήνων, απέκτησε ξαφνικά μια νέα, αμιγώς εμπορική διάσταση. Υπό το διαστρεβλωτικό πρίσμα της αγοραίας φιλοσοφίας, η οποία αποτιμά τα πάντα με κριτήριο την οικονομική τους απόδοση, η ελληνική δημόσια γη έλαμψε στα μάτια των απανταχού της γης κερδοσκόπων ως θησαυρός κρυμμένος, που βγήκε ξαφνικά στην επιφάνεια.
Αυτή η εθελότυφλη αλλοίωση στο νομικό καθεστώς της ελληνικής γης είναι και η κερκόπορτα για ακρωτηριασμούς στην εθνική επικράτεια, έτσι και πάνε όλα στραβά με το επαχθές δάνειο της «τρόικας»: μία, έστω, δόση αν αδυνατεί να καταβάλει το χάρβαλο κράτος μας, οι τοκογλύφοι δανειστές μας νομιμοποιούνται με το επαχθές Μνημόνιο να εκπλειστηριάσουν και τμήματα της ελληνικής δημόσιας κτήσης, που ώς χθες και επί σχεδόν δύο αιώνες ήταν εκτός συναλλαγής...
«Μη φοβάστε. Δεν κινδυνεύει ο Παρθενώνας», χαριτολόγησε ο Γ. Παπανδρέου στη Βουλή, για να απαντήσει στην εύλογη καταγγελία του «Μνημόνιου υποτέλειας» από τον Αλέξη Τσίπρα.
Πού, αλήθεια, βρίσκει το κουράγιο γι' αυτά τα κακόγουστα εξυπνακίστικα;